προποτζής

προποτζής
ο, Ν
ιδιοκτήτης καταστήματος που διαθέτει και δέχεται δελτία προπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-πό + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προποτζήδικο — το, Ν [προποτζής] κατάστημα που διαθέτει και δέχεται δελτία προπό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”